κἄνθ'

κἄνθ'
Ἀνθά̱ , Ἀνθάς
masc nom/voc/acc dual
Ἀνθά , Ἀνθάς
masc voc sg
Ἀνθά , Ἀνθάς
masc nom sg (epic)
Ἀνθαί , Ἀνθάς
masc nom/voc pl
ἄνθαι , ἄνθη
full bloom
fem nom/voc pl
ἄνθᾱͅ , ἄνθη
full bloom
fem dat sg (doric aeolic)
ἄντα , ἄντα
over against
indeclform (adverb)
ἄνται , ἄντη
prayer
fem nom/voc pl
ἄντᾱͅ , ἄντη
prayer
fem dat sg (doric aeolic)
ἔνθα , ἔνθα
there
indeclform (adverb)
ἔνθε , ἔρχομαι
ibo
aor imperat act 2nd sg (doric)
ἐντι , εἰμί
sum
pres ind act 3rd pl (doric)
ἐντι , εἰμί
sum
pres ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανθίς — κανθίς, ίδος, ἡ (Α) κοπριά όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ (κάνθ ων, κανθ ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους] …   Dictionary of Greek

  • κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… …   Dictionary of Greek

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

  • κίσσαρος — κίσσαρος, ὁ (AM) μσν. κισσός αρχ. 1. κύσσαρος 2. το φυτό κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα αρος (πρβλ. κάνθ αρος, κόμ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …   Dictionary of Greek

  • κογχύλη — η (AM κογχύλη) το κοχύλι μσν. αρχ. η πορφύρα που παρασκευαζόταν από κοχύλια («τὸ γὰρ τῆς βαφῆς ἄτιον ἐκ θαλάττης ἡ ὁμωνυμοῦσα κογχύλη», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχος + κατάλ. ύλη (πρβλ. αγκ ύλη, κανθ ύλη)] …   Dictionary of Greek

  • κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”